ΠΜΣ Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης (ΜΕΘΙΣΤΕ)
Permanent URI for this collection
Browse by
Browsing ΠΜΣ Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης (ΜΕΘΙΣΤΕ) by Title
Results 1 - 20 of 32
Results Per Page
Sort Options
Item Open Access Etant Donnes : η αντίπαλη παράταξη και τα σύστοιχα τετράγωνα συμφιλιώνονται : η δημιουργική πράξη στο τελευταίο έργο του Marcel DuchampΔαμηλάτη, Κρυστάλλη Ε. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Το 1969, ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Marcel Duchamp και όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, το Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφειας θα παρουσιάσει στο κοινό το έργο Δεδομένα: 1ον Ο καταρράχτης· 2ον Το φωταέριο (Étant Donnés: 1ο la chute d’eau, 2ο le gaz d’éclairage), το οποίο ο Duchamp δούλευε με άκρα μυστικότητα για δύο δεκαετίες (1946-1966). Η εγκατάσταση μικτής τεχνικής αποτελείται από ένα μικρό δωμάτιο με μια κλειδωμένη ξύλινη πόρτα με δύο μικρές τρύπες για τα μάτια. Μέσα από τις τρύπες φαίνεται ένα φωτισμένο τοπίο με μια γυμνή γυναίκα ανδρείκελο η οποία κρατά στο αριστερό χέρι μια λάμπα φωταερίου και είναι ξαπλωμένη με ανοιχτά τα πόδια σ’ ένα στρώμα από ξερά κλαδιά. Δεδομένου ότι από το 1923 ο Duchamp καλλιεργούσε τον μύθο ότι εγκατέλειψε την τέχνη για το σκάκι, η αποκάλυψη του έργου θα αναστατώσει τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Ο Duchamp δεν είχε λοιπόν εγκαταλείψει ποτέ την τέχνη ενώ ο αναμφισβήτητα οπτικός χαρακτήρας των Δεδομένων ερχόταν σε αντίφαση με τη γνωστή αντι-οφθαλμοκεντρική στάση του εκκεντρικού δημιουργού της Κρήνης (Fountain) και πατέρα της εννοιολογικής τέχνης. Συνεπώς, η προοπτική του Duchamp όσον αφορά τη δημιουργική διαδικασία χρειάζεται επανεκτίμηση καθώς δεν εξαντλείται στο αντι-καλλιτεχνικό, αντι-οφθαλμοκεντρικό μανιφέστο των ready-made(s). Με αφετηρία τα ready-made(s), η παρούσα εργασία επανεξετάζει την έννοια της δημιουργικής διαδικασίας στο έργο του Marcel Duchamp και στη συνέχεια με σημείο αναφοράς τα Δεδομένα επιχειρεί ν’ αντιληφθεί το πώς αυτή συναρθρώνεται στον χώρο του μουσείου, τον κατεξοχήν χώρο συνάντησης του παρατηρητή με το έργο τέχνης προτείνοντας μας μια νέα φιλοσοφία παρουσίασης και πρόσληψης της τέχνης. Η εργασία διαρθρώνεται σε έξι ενότητες. Στην πρώτη ενότητα παρακολουθούμε τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του Duchamp μέσα στον χρόνο. Στη δεύτερη με αφορμή την Κρήνη επανεξετάζουμε το ready-made, το έμβλημα του εικονοκλάστη Duchamp. Διαπιστώνουμε ότι ο χρόνος αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του ready-made και των ζητημάτων που θέτει. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται τα Δεδομένα, το τελευταίο έργο του καλλιτέχνη με το οποίο απευθύνεται στο ιδανικό κοινό του, τις επερχόμενες γενιές. Η εγκατάσταση φαίνεται πως ήταν στρατηγικά σχεδιασμένη από τον ίδιο να ανατρέψει μετά τον θάνατό του τις μέχρι τότε θεωρίες για το σύνολο της καλλιτεχνικής του παραγωγής και φυσιογνωμίας. Στην τέταρτη ενότητα επιχειρούμε να διεισδύσουμε στη φιλοσοφία της τέχνης του Duchamp μέσω του σύντομου κειμένου του «Η Δημιουργική Πράξη» («The Creative Act») αντλώντας παράλληλα από διάφορα άλλα κείμενα που περιέχουν απόψεις του για την καλλιτεχνική δημιουργία ως μια πράξη που απαιτεί οπωσδήποτε τη συμμετοχή του παρατηρητή για την ολοκλήρωσή της. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση του Duchamp με τον θεσμό του μουσείου, τον χώρο δηλαδή όπου συνήθως ολοκληρώνεται η δημιουργική πράξη από τον παρατηρητή. Το έκτο και τελευταίο κεφάλαιο επιχειρεί να αναδείξει το νέο καθεστώς ορατότητας που εγκαθιδρύουν με στρατηγικό τρόπο τα Δεδομένα στον χώρο του μουσείου. Στη θέση του μουσείου ως χώρου παθητικής θέασης της τέχνης, ο Duchamp προτείνει με τα Δεδομένα ένα περιβάλλον διάδρασης όπου το ίδιο το κοινό γίνεται ταυτόχρονα δημιουργός του έργου τέχνης αλλά και οργανικό κομμάτι του το οποίο υπόκειται στο ίδιο μέγεθος εξονυχιστικής παρατήρησης με το γυμνό της εγκατάστασης. Με αυτόν τον τρόπο, ο καλλιτέχνης εκθέτει αλλά και ανατρέπει μοναδικά τις παραδοσιακές μουσειακές τακτικές και συνήθειες.Item Open Access O επαναπροσδιορισµός της τοπιογραφίας στο όψιμο έργο του Paul Cézanne : η εννοιολόγηση του τοπίου και η πορεία της τοπιογραφίαςΚοροξενίδη, Αλεξάνδρα Ευτυχία Γ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Στην όψιµη τοπιογραφία του Paul Cézanne (έργα από το 1880 – 1906) παρατηρείται ένας διάλογος στον οποίο η εξωτερική πραγµατικότητα - το τί της ζωγραφικής, δηλαδή το περιεχόµενο που εν προκειµένω είναι η φύση και το τοπίο – και η εσωτερική πραγµατικότητα - δηλαδή το πώς της ζωγραφικής, η µορφή του έργου, η έκφραση και η πρόσληψη του θέµατος – διεκδικούν την ανεξαρτησία τους τελικά όµως συγχωνεύονται. Ο ζωγράφος δεν αναπαράγει το τοπίο αλλά το αναδηµιουργεί. O Cézanne θεµατοποιεί την ζωγραφική διαδικασία, την πρόσληψη του θέµατος και ειδικότερα την όραση και το ζωγραφικό έργο ως αναπαράσταση. Πρόκειται για έναν επαναπροσδιορισµό της τοπιογραφίας η σηµασία του οποίου βρίσκεται και στο ότι περιγράφει µε καίριο και περιεκτικό τρόπο το ιστορικό συγκείµενο της εποχής καθώς αντανακλά τις λεπτές αποχρώσεις και εκδοχές της νεωτερικότητας και των εσωτερικών της αντιφάσεων, το πολύπλευρο θετικιστικό πνεύµα της εποχής και τον νατουραλισµό που αποτελεί µέρος του, την έννοια της χρονικότητας και της ζωγραφικής παράδοσης. Στην τοπιογραφία του Cézanne, υπάρχει σύνθεση και κορύφωση καίριων προβληµατισµών του τέλους του 19ου αιώνα που θα ανοίξουν τον δρόµο για τον επαναπροσδιορισµό/υποχώρηση της τοπιογραφίας. Ο ιµπρεσιονισµός λειτουργεί ως φόντο. Κύριες πηγές είναι τα γραπτά του καλλιτέχνη, κείµενα της εποχής και σκέψεις µελετητών του Cézanne. Η φαινοµενολογική προσέγγιση του έργου του ζωγράφου από τον Maurice Merleau-Ponty συνδυάζεται µε µία ιστορική προσέγγιση στην οποία η διευκρίνηση των όρων µε την ιστορική τους σηµασία κρίνεται απαραίτητη. Με βάση τις πηγές αυτές, σκοπός είναι να φανεί η σύζευξη αντικειµενικού υποκειµενικού µέσα από παραδείγµατα σύζευξης διάφορων πλαστικών στοχείων στα ίδια τα έργα. Η σύζευξη επεκτείνεται στον διάλογο ανάµεσα στο τοπικό και το οικουµενικό, την τεχνική και την δηµιουργία, την φύση και την δηµιουργία, το ανθρώπινο στοιχείο µε το τοπίο (στην ενότητα των Λουοµένων) και άλλες συναφείς έννοιες. Mέσα από την ένωση του θέµατος, της εξωτερικής φύσης και της εσωτερικής πρόσληψης, ο Cézanne «πραγµατώνει» το τοπίο και την ζωγραφική. Ο κόσµος δεν µπορεί να ιδωθεί παρά ως αναπαράσταση, παρά ως µία διαρκής καλλιτεχνική διαδικασία. Η τοπιογραφία δεν είναι ένα παράθυρο στον κόσµο αλλά µία εντρύφηση στην δηµιουργία. Η σηµασία µετακινείται από το ίδιο το θέµα στην αδιάσπαστη σχέση του έξω µε το µέσα. Τα τοπία του Cézanne κορυφώνουν την άνθιση της τοπιογραφίας τον 19o αιώνα, ταυτόχρονα όµως προετοιµάζουν την υποχώρηση, η καλύτερα τον επαναπροσδιορισµό της τοπιογραφίαςItem Open Access Philip & Peter Paul Rubens : Τέχνη, αρχαιογνωσία & αδελφοσύνηΚόκκορης, Γεώργιος Κ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η εργασία αυτή έχει ως αντικείµενο µελέτης τη σχέση και την αλληλεπίδραση των αδελφών Rubens, Philip και Peter Paul, µε στόχο τη βαθύτερη κατανόηση της θέσης και του ρόλου του Philip στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής φυσιογνωµίας του Peter Paul, αλλά και αντιστρόφως της θέσης και του ρόλου του ζωγράφου στην εξέλιξη της πνευµατικής φυσιογνωµίας του λογίου αδελφού του. Στην εισαγωγή της εργασίας παρατίθενται σύντοµα βιογραφικά στοιχεία των δύο αδελφών µε έµφαση στους τοµείς που παρουσιάζουν αλληλεπίδραση. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι τρεις επιστολές του Philip προς τον Peter Paul που δηµοσιεύθηκαν στον επιµνηµόσυνη έκδοση των Οµιλών του λογίου το 1615, τα µοναδικά σωζόµενα τεκµήρια από την αλληλογραφία των δύο αδελφών. Τα κείµενα των επιστολών αποδίδονται εδώ στο πρωτότυπο λατινικό κείµενο παράλληλα µε δική µου ελεύθερη µετάφραση στα νέα ελληνικά. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα δύο ποιήµατα που συνέθεσε ο Philip και αφιέρωσε στον αδελφό του. Όπως και στο προηγούµενο κεφάλαιο τα κείµενα των ποιηµάτων παρατίθενται στο πρωτότυπο και σε νεοελληνική µετάφραση. Στο τρίτο κεφάλαιο τυγχάνουν διαπραγµάτευσης οι αυτοπροσωπογραφίες του Peter Paul Rubens στις οποίες απεικονίζεται µε τον αδελφό του. Στο τέταρτο κεφάλαιο διερευνάται το χαµένο επιτάφιο µνηµείο του Philip, ένα επιµνηµόσυνο έργο του Peter Paul Rubens που έχει διαφύγει εντελώς της προσοχής των ερευνητών. Στο πέµπτο κεφάλαιο εξετάζεται το Πορτρέτο του Philip Rubens του Ινστιτούτου Τεχνών του Ντιτρόιτ, ένα έργο που έχει συσχετισθεί κατά καιρούς µε το χαµένο επιτάφιο µνηµείο του λογίου. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας θίγεται το περίπλοκο νοµικό ζήτηµα της κληρονοµικής διαδοχής του Philip για την κληροδότηση της προσωπικής του βιβλιοθήκης, η οποία, λανθασµένα κατά την εκτίµηση µου, έχει αποδοθεί στην ιδιοκτησία του αδελφού του.Item Restricted access Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο : λογοτεχνικές και φωτογραφικές συναντήσεις στο έργο του ΠρουστΛαγού, Μαρία (Μεταπτυχιακή εργασία, 2019)Η ιστορία της φωτογραφίας ξεκινάει από πολύ παλιά -αν φέρει κανείς στο μυαλό του εφευρέσεις όπως η camera obscura- και σίγουρα παρατηρείται ήδη από πολύ νωρίς μια διαρκής ανάγκη του ανθρώπου να βρει τρόπους όχι μόνο να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, αλλά και να καταγράψει αυτό ακριβώς που βλέπει. Κάπως έτσι, μετά από πολλές προσπάθειες και πειράματα, περί τα μέσα του 1820 ο Nicéphore Niépce καταφέρνει να φέρει στο φως την πρώτη φωτογραφία. Πρόκειται για τη γνωστή ηλιογραφία του 1826-27 «View from the Window at Le Gras», η οποία απεικονίζει τμηματικά τα κτήρια και την εξοχή που περιβάλλουν το σπίτι του καλλιτέχνη. Μετά από αυτήν την πρώτη καταγραφή ή ακόμα μετά από την πρώτη δαγκεροτυπία «Boulevard du Temple» του 1839, η οποία απεικονίζει για πρώτη φορά έναν άνθρωπο, θα περίμενε κανείς ότι οι κύκλοι της επιστήμης και της τέχνης θα επεφύλασσαν θετική υποδοχή. Συχνά, όμως, οι καινοτόμες τεχνολογίες αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό, ειδικά από το επιστημονικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο το οποίο, φοβούμενο τυχόν υπονόμευση της θέσης του από την επικράτηση της νέας εφεύρεσης, την αμφισβητεί με σκοπό την πλήρη αποδυνάμωσή της μέχρι του σημείου της ανυποληψίας.Item Open Access Εγκατάλειψη, λανθάνουσα γονεϊκότητα και ηττημένοι υπερήρωες στο Jimmy Corrigan του Chris Ware : μιά ωδή στην αποτυχίαΒιδάλη, Κωνσταντίνα Π. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Αντικείμενο αυτής της εργασίας είναι το βιβλίο κόμικς του Chris Ware, Jimmy Corrigan: The Smartest Kid on Earth. Είναι το πρώτο του έργο και είναι αποτέλεσμα εφτά ετών εργασίας. Ολοκληρώθηκε το 2000, εκδόθηκε από την Pantheon και είναι ημι-αυτοβιογραφικό. Κέρδισε το πρώτο βραβείο Αμερικάνικου Βιβλίου και το πρώτο βραβείο του Guardian το 2001 καθώς και μια θέση στα 100 καλύτερα βιβλία της δεκαετίας. Είναι ένα βιβλίο που ανατρέπει τη συμβατική εντύπωση για τα κόμικς και οδηγεί τον αναγνώστη πολύ πιο μακριά από κάθε παραδοσιακό ορισμό για το τι μπορεί να είναι ή να μην είναι τόσο η λογοτεχνία όσο και τα κόμικς. Ταυτόχρονα τον οδηγεί πολύ βαθιά στο εσωτερικό της ζωής του κάθε χαρακτήρα, στους φόβους του, στις νευρώσεις του και στις μοναχικές αναζητήσεις του, καταγράφοντας το πέρασμα της καθημερινής ζωής και την σύνθλιψή της εξαιτίας των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η κατάθλιψη και η μοναξιά, η δυσκολία της ανθρώπινης επικοινωνίας καθώς και οι τραυματικές οικογενειακές σχέσεις είναι θέματα στα οποία ο Ware εστιάζει. Στο βιβλίο ο συγγραφέας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον δημιουργό κόμικς έχει πειραματιστεί, έχει ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες της γλώσσας των κόμικς: 1) Χειρίζεται τον χρόνο και τον χώρο με τρόπο που διαταράσσει την γραμμικότητα της αφήγησης, συνθέτοντας μια σχέση μεταξύ αφηγηματικής γραμμής και χρονολογίας τόσο πολύπλοκη, ώστε η ανάγνωση του βιβλίου να συνιστά μια πράξη ανακατασκευής. 2) Χρησιμοποιεί την αναλογία της μουσικής και της αρχιτεκτονικής ως αισθητικό εργαλείο για την εξέλιξη των κόμικς ως μορφής τέχνης. 3) Επιδεικνύει μια επίμονη και αδιάλειπτη προσήλωση στη ρητορική της αποτυχίας, η οποία ανταποκρίνεται και στην επιλογή των χαρακτήρων του, που είναι αποτυχημένοι και στον σκληρό πυρήνα του έργου του που είναι η επιλογή του να παραμείνει στον κόσμο των κόμικς και να ανακαλύψει πώς μπορεί να επεκτείνει τα όρια του κόσμου αυτού. 4) Χρησιμοποιεί ως κλειδί για την κατανόηση της τέχνης του την εξίσωση του νοήματος της λέξης με το νόημα της εικόνας και δημιουργεί τη δυνατότητα της εναλλαγής τους, απλοποιώντας τις εικόνες ώστε να διαβάζονται με την ίδια ευκολία που διαβάζονται οι λέξεις και υποδεικνύει ότι η αθωότητα του σχεδίου του είναι μια αισθητική στρατηγική ενώ η ενσυναίσθηση και η κοινοτοπία της ιστορίας του είναι μια πολιτική αναγκαιότητα.Item Open Access Εκδοχές ισορροπίας: Οι εναλλαγές ρόλων καλλιτέχνη και επιμελητή και η συναίρεσή τους στο πλαίσιο των ανεξάρτητων χώρων καλλιτεχνώνΚουτρομάνου, Λήδα (Μεταπτυχιακή εργασία, 2024)Η παρούσα εργασία ερευνά τις εναλλαγές ρόλων καλλιτέχνη και επιμελητή και τη συναίρεσή τους στο πλαίσιο των ανεξάρτητων χώρων καλλιτεχνών (artist-run spaces). Το διάστημα μεταξύ 1960 και 1990 προσδιορίστηκε ως το χρονικό πλαίσιο της έρευνας, καθώς σταδιακά εμφανίζονται ζητήματα που σχετίζονται με το θέμα, όπως η οικειοποίηση της ιδιότητας του δημιουργού από τον επιμελητή, η ανάληψη διευρυμένων αρμοδιοτήτων από καλλιτέχνες και επιμελητές εξίσου, η διεκδίκηση των όρων παρουσίασης του καλλιτεχνικού έργου και η ανάγκη του καλλιτέχνη για αυτοπαρουσίαση. Αρχικά, εξετάζονται οι αντιμεταθέσεις ρόλων καλλιτέχνη και επιμελητή, με κύριο άξονα τις μελέτες των Paul O’Neill και Elena Filipovic. Έπειτα, παρατίθενται εμβληματικές–για το δυτικό παράδειγμα–εκθέσεις, στις οποίες εντοπίζεται έντονα το στοιχείο του μετασχηματισμού των ρόλων. Τέλος, μελετώνται οι ανεξάρτητοι χώροι καλλιτεχνών, από τη δεκαετία του ’60 έως τα τέλη του ’90, ως ριζώματα αυτών των εξελίξεων. Στόχος της εργασίας είναι να ερευνηθεί η πιθανή σύνδεση της ρευστότητας μεταξύ καλλιτέχνη και επιμελητή, που οδήγησε στη δημιουργία διευρυμένων, υβριδικών ταυτοτήτων, και της ανάδυσης των ανεξάρτητων χώρων καλλιτεχνών.Item Open Access Ενόρμηση θανάτου: Ερωτισμός, αυτοθυσία και αισθητικήΤσακαλιάδης - Σωτηράκογλου, Αναστάσιος (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η έννοια της ενόρμησης του θανάτου αφορά στην αναγνώριση μιας έμφυτης ιδιότητας των έμβιων όντων να τείνουν προς την αυτοκαταστροφή τους, ένα είδος ενστίκτου που αντιπαραβάλλεται προς αυτό της αυτοσυντήρησης. Έχοντας εξετάσει συγκριτικά τις διαφορετικές ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του Sigmund Freud και της Sabina Spierlein, η έρευνα οδηγείται στο πεδίο της φιλοσοφίας του Georges Bataille, στην οποία διατυπώνεται η αισθητική διάσταση του ερωτισμού ως εκπορευόμενη από ένα είδος ενόρμησης θανάτου, η οποία ερμηνεύεται με γνώμονα την αρχέγονη σχέση ανάμεσα στη θυσία και το ιερό. Αυτή η σχέση μας οδηγεί στην έννοια της αυτοθυσίας, ενδεικτική για τον ρόλο της ενόρμησης του θανάτου στη Χριστιανική θεολογία. Έχοντας αναλύσει τη συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου βάσει της υπαρξιακής θεολογίας του Søren Kierkegaard και λαμβάνοντας υπόψη την φιλοσοφική διαχείριση του παράλογου από τον Albert Camus, επιχειρώ να ερμηνεύσω την ηθική, πολιτική και αισθητική διάσταση του ζητήματος της αυτοκτονίας ως το κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης της ενόρμησης του θανάτου. Η παραπάνω ροή σκέψης συνοδεύεται σε όλα της τα κομβικά σημεία από πειραματικές αναγωγές και συσχετισμούς με εικαστικά και κινηματογραφικά έργα, καταλήγοντας στη φωτογραφία ως υποδειγματικό μέσο τεκμηρίωσης και εικαστικής απόδοσης της ενόρμησης του θανάτου.Item Open Access Η αισθητική κατηγορία του υψηλού και η Βυζαντινή τέχνη. Η περίπτωση του Π. Α. Μιχελή στο Ευρωπαϊκό συγκείμενο του πρώτου μισού αιώναΛεμονή, Μαρία Δ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2021)Η εργασία αυτή αποτελεί τη διερεύνηση του διανοητικού πλαισίου της προσέγγισης της βυζαντινής τέχνης στο έργο του Π.Α. Μιχελή, Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης. Ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία της βυζαντινής τέχνης με τη βοήθεια ενός ερμηνευτικού σχήματος το οποίο αντλεί από τον κλάδο της φιλοσοφίας που ονομάζουμε Αισθητική. Ο Μιχελής, που δίδαξε για πολλά χρόνια αρχιτεκτονική θεωρία στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, δεν επιχειρεί μια ακόμη ιστορική επισκόπηση της βυζαντινής τέχνης, αλλά επιδιώκει να τεκμηριώσει την ευρωπαϊκή της ταυτότητα, όχι βασιζόμενος στα μορφολογικά της χαρακτηριστικά, αλλά στον αισθητικό της χαρακτήρα. Εντάσσει την καλλιτεχνική δημιουργία εν γένει σε ένα σχήμα εναλλαγής των αισθητικών κατηγοριών του Ωραίου και του Υψηλού που κυριαρχούν κάθε φορά στην κοσμοθεωρία μιας εποχής και διαμορφώνουν την τέχνη της. Θεμελιώνει στη συνέχεια το επιχείρημά του στο ότι, κατά τη γνώμη του, η αισθητική κατηγορία του Υψηλού κυριαρχεί στο σύνολο της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής τέχνης, ανατολικής και δυτικής. Καθώς ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με έναν αριθμό συγχρόνων του στοχαστών, στην πλειοψηφία τους Ευρωπαίων, η εργασία αποσκοπεί αρχικά στην κατανόηση του διανοητικού περιβάλλοντος στο οποίο το βιβλίο συγκροτήθηκε και αρθρώνεται σε τρία κυρίως μέρη, εστιασμένα στις αντιλήψεις για την αρχιτεκτονική, το Βυζάντιο και την ιστορία της τέχνης τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Το αίτημα διερεύνησης του περιεχομένου της εθνικής ταυτότητας στον ελληνικό μεσοπόλεμο συναντιέται με ανάλογα αιτήματα στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής κρίσης που ακολουθεί τον μεγάλο πόλεμο. Όμως δεν είναι το Βυζάντιο που πρωταγωνιστεί στον σχετικό στοχασμό που είναι επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό, αλλά η ελληνική αρχαιότητα. Χωρίς συγκρουσιακή πρόθεση, ο Μιχελής αρνείται να συνταχθεί με ένα ενδιαφέρον για τον βυζαντινό πολιτισμό που εξαντλείται στο κατά πόσο συνέβαλε στην κατασκευή της οργανικής συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα ή στον εντοπισμό στοιχείων που συγκροτούν αποκλίσεις από τη γεωμετρική προοπτική της αναγέννησης και συναντήσεις με τη μοντέρνα τέχνη. Υιοθετώντας μια μάλλον «εκλεκτικιστική» πρακτική επιχειρεί μία δυναμική ανάγνωση στους μετασχηματισμούς που έλαβαν χώρα στον χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου κατά την ύστερη αρχαιότητα ερμηνεύοντάς την ως περίοδο μετάβασης από την κυριαρχία του Ωραίου σε αυτήν του Υψηλού στην κοσμοαντίληψη της εποχής. Ένα ξεχωριστό τμήμα αυτής της εργασίας αναφέρεται στην κριτική που άσκησε ο Μιχελής στις απόψεις ορισμένων βυζαντινολόγων, όπως του Otto Demus για παράδειγμα, σχετικά με την εφαρμογή αντίστροφης προοπτικής στη βυζαντινή ζωγραφική, τη φροντίδα για οπτικές διορθώσεις προς χάρη του θεατή ή την κατάληψη, από τις απεικονιζόμενες μορφές, φυσικού χώρου μέσα στο ναό. Η κριτική του Μιχελή συνίσταται στο ότι παρόμοιες προσεγγίσεις προϋποθέτουν μια ορθολογική καλλιτεχνική πρόθεση, η οποία όμως στερεί από την τέχνη τη δυνατότητα της να βιωθεί. Διατηρώντας στον χρόνο μια εύστοχη και οξυδερκή προσέγγιση της βυζαντινής τέχνης ο Μιχελής διεκδικεί και μια θέση στην αφετηρία της συζήτησης για το μερίδιο της βυζαντινής τέχνης στη συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας.Item Open Access Η απόδοση της καλλιτεχνικής ιδιότητας στις αυτοπροσωπογραφίες του Rembrandt (1606-1669) : ο αέναα παραµορφωτικός ρόλος της ιστορίας της τέχνηςΠοντίκη, Ελένη Κ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η “Αυτοπροσωπογραφία ως Ζεύξις που γελά” (π.1663) του Rembrandt (1606-1669) καταγράφεται στην ιστορία της τέχνης ως ένα όψιµο ζωγραφικό εγχείρηµα ενός παράδοξα εκτενούς αυτοπροσωπογραφικού έργου. Επανερχόµενοι σε αυτή την εργογραφία, οι ιστορικοί της τέχνης τείνουν να διερευνούν τις δηµιουργικές προθέσεις του Ολλανδού ζωγράφου, ανακατασκευάζοντας ανέκαθεν προς µια αληθέστερη εκδοχή. Με την αναθεώρηση της συγκεκριµένης αυτοπροσωπογραφίας µεµονωµένα όµως, στην ‘ανά χείρας’ µελέτη εξετάζεται ο ρόλος των ιστοριογραφικών προσεγγίσεων στη διαµόρφωση της εικόνας του καλλιτέχνη. Ο ερευνητικός φακός σε αυτή την περίπτωση στρέφεται προς τον 17ο αιώνα εντοπίζοντας αρχικά τα πιθανά εικονογραφικά πρότυπα του Rembrandt στις συλλογές χαρακτικών µε προσωπογραφίες καλλιτεχνών. Ακολουθεί η ανάγνωση των ιστοριογραφικών σχηµάτων που περιλαµβάνουν οι ολλανδικές θεωρητικές πραγµατείες της εποχής και τέλος, αναλύεται η ταξινοµική επιλογή του portrait historié, στην οποία κατατάσσεται η εν λόγω αυτοπροσωπογραφία από ορισµένους σύγχρονους µελετητές. Διαπιστώνεται από τα παραπάνω πως η ιστορία της τέχνης σε κάθε περίπτωση λειτουργεί παραµορφωτικά ως προς την εικόνα του καλλιτέχνη. Προτείνεται λοιπόν η επανεξέταση των αυτοπροσωπογραφιών του Rembrandt, εποµένως και των ερµηνειών τους που προηγήθηκαν ή έστω ο αναστοχασµός περί του ποιος είναι πραγµατικά ο κατασκευαστής της εικόνας του καλλιτέχνη.Item Open Access Η Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία "Τέχνη" και η πρόσληψη της αφαίρεσης στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1951-1967Βελούδος, Σταύρος (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η εργασία με τίτλο «H Mακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία και η πρόσληψη της Αφαίρεσης στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1951-1967» επιχειρεί να εξετάσει το ρόλο που διαδραμάτισε το καλλιτεχνικό σωματείο της ʺΤέχνηςʺ στο εικαστικό περιβάλλον της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και να διερευνήσει αν και σε ποιο βαθμό συνέβαλλε με τις δραστηριότητες της στην πρόσληψη της αφηρημένης τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Η έρευνα εστιάζει τόσο στον κριτικό λόγο που άρθρωσε το σωματείο μέσα από το δελτίο «Η Τέχνη στη Θεσσαλονίκη» όσο και στην εκθεσιακή πολιτική που ακολούθησε κατά την εξεταζόμενη περίοδο προκειμένου να ανιχνεύσει την θέση που πήρε απέναντι στο κυρίαρχο ζήτημα της Αφαίρεσης που σταδιακά διείσδυε στον ελληνικό χώρο και αμφισβητούσε την παραδοσιακή παραστατικότητα Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας επιχειρείται μια συνοπτική αναφορά στο ελληνικό και διεθνές μεταπολεμικό περιβάλλον των αρχών της δεκαετίας του 1950 προκειμένου να δοθεί το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου βρισκόταν η Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η Θεσσαλονίκη και να κατανοηθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκκολάφθηκε και υλοποιήθηκε η δημιουργία του πολιτιστικού σωματείου «Τέχνη». Το δεύτερο κεφάλαιο ιχνηλατεί την μετεμφυλιακή πολιτιστική φυσιογνωμία της πόλης της Θεσσαλονίκης και εξετάζει την πνευματική κίνηση που παρουσίαζε για να διαπιστώσει το διανοητικό και πνευματικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή που πάρθηκε η απόφαση για την ίδρυση της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας. Στο τρίτο κεφάλαιο παρακολουθούμε την πορεία προς την δημιουργία του πολιτιστικού σωματείου «Τέχνη» από την εποχή της σύλληψης της ως ιδέας την περίοδο της Κατοχής μέχρι την ίδρυση της τον Ιούλιο του 1951 ενώ γίνεται μια αναφορά στην πρώιμη υποδοχή της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα την ίδια περίοδο μέσα από την συνοπτική εξέταση συγκεκριμένων εκθέσεων. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η συζήτηση που αναπτύχθηκε γύρω από την αφηρημένη τέχνη μέσα από το περιοδικό Η Τέχνη στη Θεσσαλονίκη η οποία σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από τις θεωρητικές θέσεις και τις απόψεις που κατά καιρούς διατύπωνε στην κριτική που ασκούσε ο Μανόλης Ανδρόνικος. Μέσα από τα κείμενα αυτά γίνεται φανερή η σταδιακή διείσδυση και επικράτηση της Αφαίρεσης στη Θεσσαλονίκη καθώς και οι διαφορετικές αντιλήψεις που επικρατούσαν γύρω από το πιο καθοριστικό εικαστικό ζήτημα εκείνη την περίοδο. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται η πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα της Μ.Κ.Ε από το 1960 και μετά και παρουσιάζονται οι σημαντικότερες εκθέσεις αφηρημένης τέχνης που διοργάνωσε καθώς και οι αντιδράσεις που αυτές προκάλεσαν σε όσους αντιλαμβάνονταν την συστηματική προβολή της Αφαίρεσης μέσω του πολιτιστικού σωματείου ως μία προσπάθεια επιβολής της εκ μέρους του. Τέλος, στο τελευταίο μέρος της εργασίας αναλύονται τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης μελέτηςItem Open Access Η πολιτική λειτουργία του έργου της Doris Salcedo: επιμέρους ζητήματα μέσω της προσέγγισης του Jacques RancièreΑλεξοπούλου, Ιωάννα (Μεταπτυχιακή εργασία, 2024-03)Από τη δεκαετία του ’80 ως σήμερα η Κολομβιανή εικαστικός Doris Salcedo (1957-) παρεμβαίνει στους χώρους του μουσείου και του ευρύτερου αστικού ιστού για να φέρει στο προσκήνιο τις εμπειρίες θυμάτων πολιτικής βίας. Στο σύνολο των γλυπτών, των εγκαταστάσεων και των δημόσιων παρεμβάσεών της, που διακρίνονται για τη μεγάλη κλίμακά τους, τον περίτεχνο τρόπο παραγωγής τους και την ευαισθησία με την οποία αναφέρονται σε γεγονότα μαζικής βίας, ενσαρκώνεται η πεποίθησή της πως η κοινωνική και η αισθητική διάσταση του χώρου είναι αδιαχώριστες. Η παρούσα εργασία θέτει το παράδειγμα της Salcedo σε διάλογο με τη σκέψη του Γάλλου στοχαστή Jacques Rancière (1940-), φιλοσόφου που έχει συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση της αισθητικού χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων. Μέρος της εικαστικής μεθοδολογίας της Salcedo αποτελεί η συλλογή μαρτυριών, η χρήση ομοειδών προσωπικών αντικειμένων, που ενίοτε τοποθετούνται σε ίσες αποστάσεις, το τρύπημα και το ράψιμο και η απόδοση ονόματος σε ανώνυμα θύματα. Η αξιοποίηση αυτών των τεχνικών δεν συνεισφέρει μόνο στη γνωστοποίηση των εμπειριών των θυμάτων αλλά και στην αμφισβήτηση καθιερωμένων αντιλήψεων. Οι νέες σχέσεις, υλικές και συμβολικές, που αναπτύσσονται μεταξύ των αντικειμένων και των υποκειμένων στα έργα της Salcedo είναι ιδιαίτερα εύληπτες στον παρατηρητή, αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της προτίμησής της για τέχνες του τρισδιάστατου χώρου. Η έμφαση στη χωρική διάσταση που διακρίνει την πρακτική της, συνιστά σημείο επαφής με τη σκέψη του Rancière: για τον στοχαστή έργο της πολιτικής διαδικασίας και της τέχνης είναι η δημιουργία χώρων όπου επανορίζονται τα όρια του αισθητηριακά αντιληπτού. Η εξάπλωση της βίας στην Κολομβία και οι εικόνες που προβάλλονται στα εγχώρια ΜΜΕ οδήγησαν σύγχρονους εικαστικούς σαν τη Salcedo στην αναζήτηση νέων εικαστικών ιδιωμάτων που λειτουργούν αντισταθμιστικά ως προς την περιβάλλουσα βαρβαρότητα. Ο Rancière έχει αφιερώσει σημαντικό μέρος του έργου στη διερεύνηση των ποιοτήτων που καθιστούν ένα καλλιτεχνικό έργο κατάλληλο να αναφερθεί σε γεγονότα μαζικής βίας, όπως οι γενοκτονίες. Σχετικά με την κριτική που δέχονται συχνά τέτοια έργα, θεωρεί πως το ζήτημα είναι όχι εάν είναι πρέπον να αναπαρίστανται τέτοια γεγονότα αλλά τί βλέμμα δημιουργεί η εκάστοτε εικόνα για τα θύματα. Παρά την κριτική διάσταση της πρακτικής της και σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους εικαστικούς, η Salcedo υιοθετεί απέναντι στην ικανότητα της τέχνης να σταματήσει τη βία μια στάση μετριοπαθή. Τα έργα της θέτουν τον θεατή σε προβληματισμό χωρίς να στοχεύουν στη μεταβίβαση συγκεκριμένων μηνυμάτων. Ως προς αυτό έρχεται σε συμφωνία με τη θέση του Rancière που υποστηρίζει πως μια κριτική τέχνη σήμερα είναι εκείνη που γνωρίζει πως δεν υπάρχει μια ευθεία σχέση μεταξύ των προθέσεων ενός καλλιτέχνη και την πολιτική κινητοποίηση του θεατή. Η εργασία στοχεύει στην ευρύτερη κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας των σύγχρονων καλλιτεχνικών πρακτικών μέσω της ανάπτυξης ενός προβληματισμού πάνω σε ζητήματα που ανακύπτουν από τον διάλογο του έργου της Salcedo με τη σκέψη του Rancière.Item Open Access Η πρόσληψη του εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα του μεσοπολέμου μέσα από καθημερινές σκηνές βίουΜπομπόλα, Μαρία (Μεταπτυχιακή εργασία, 2024-11)Η διπλωματική εργασία με τίτλο «Η πρόσληψη του εξπρεσιονισμού στην Ελλάδα του μεσοπολέμου μέσα από καθημερινές σκηνές βίου» εξετάζει την επίδραση του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού στην ελληνική τέχνη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Η μελέτη επικεντρώνεται σε καλλιτέχνες που αποτύπωσαν σκηνές της καθημερινής ζωής με εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά, αναδεικνύοντας την επιρροή που άσκησαν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής στο εικαστικό πεδίο. Στην πρώτη ενότητα, γίνεται μια αναδρομή στη θεματική της ηθογραφίας στην ελληνική τέχνη των αρχών του 20ου αιώνα. Παρουσιάζονται οι αναπαραστάσεις σκηνών καθημερινής ζωής και αναλύεται η μετάβαση από τον ακαδημαϊσμό στον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό. Η εργασία εξετάζει τον ρόλο της ηθογραφίας στην ελληνική λογοτεχνία και τέχνη, καθώς και τη σύνδεση της με την εθνική ταυτότητα. Στη συνέχεια, μελετάται το πλαίσιο της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα, με έμφαση στην «Ομάδα Τέχνη», η οποία προώθησε τις νεωτερικές τάσεις της εποχής. Εξετάζεται η σχέση μεταξύ της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της Ελλάδας και της εξέλιξης της μοντέρνας τέχνης, καθώς και η πρόσληψη του εξπρεσιονισμού από τους Έλληνες καλλιτέχνες. Η έρευνα εστιάζει στη διαφοροποίηση της ελληνικής εκδοχής του εξπρεσιονισμού από την ευρωπαϊκή. Στην κεντρική ενότητα της εργασίας, παρουσιάζονται έργα καλλιτεχνών όπως οι Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Μίμης Βιτσώρης, και Περικλής Βυζάντιος, που υιοθέτησαν το εξπρεσιονιστικό ιδίωμα για να εκφράσουν την κοινωνική και πολιτική ένταση της εποχής. Τα έργα τους απεικονίζουν σκηνές καθημερινής ζωής με παραμόρφωση και έντονη συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας την εξπρεσιονιστική τεχνική για να αναδείξουν τη βαθύτερη ψυχολογική κατάσταση της κοινωνίας και των ατόμων. Η εργασία ολοκληρώνεται με την κριτική αποτίμηση του εξπρεσιονισμού στην ελληνική τέχνη και τονίζει τη σημασία των σκηνών καθημερινού βίου ως μέσο έκφρασης των κοινωνικών αλλαγών και αντιφάσεων της περιόδου του μεσοπολέμου.Item Open Access Η υποδοχή του τoπιογραφικού έργου του Οδυσσέα Φωκά κατά την περίοδο 1890-1920Καρακούρτη, Λαμπρινή Χ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η ζωγραφική στο ύπαιθρο εμφανίστηκε στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα ως μια νέα θεματική σε σχέση με τις μέχρι τότε επικρατούσες ιστορικές και ηθογραφικές σκηνές της επίσημης ακαδημαϊκής ζωγραφικής, μεταφέροντας στον καμβά εικόνες του φυσική περίγυρου του ανθρώπου και αποδίδοντας τες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τον χειρισμό του φωτός σε συνάρτηση με τον χρόνο. Κεντρικός στόχος της εργασίας αναδεικνύεται η μελέτη της υποδοχής του τοπιογραφικού έργου του Οδυσσέα Φωκά(1857-1946), κατά την περίοδο 1890-1920, βάσει κριτικών κειμένων και άρθρων τεχνοκριτών στον ελληνικό περιοδικό τύπο, με σκοπό να εντοπιστούν οι διαφορετικές αισθητικές και ιδεολογικές οπτικές του έργου του. Η μελέτη του κριτικού λόγου γύρω από το έργο του ζωγράφου συνδυάστηκε με μια σύντομη τεχνοτροπική πραγμάτευση των έργων, από το κληροδότημα του στην Εθνική Πινακοθήκη, ενός συνόλου που δεν έχει τύχει ακόμα καμίας συστηματικής μελέτης. Το τοπιογραφικό έργο του Οδυσσέα Φωκά κινείται μεταξύ μιας νατουραλιστικής ζωγραφικής και μιας ζωγραφικής, στην οποία ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί κριτικά και ανανεωτικά τις φόρμες της ακαδημαϊκής τέχνης, θέλοντας να ερμηνεύσει το φυσικό τοπίο μέσα στο οποίο δημιουργεί. Οι αντινατουραλιστικές αποδόσεις των τοπίων του με τις απλοποιήσεις, τις φωτεινές επιφάνειες και την απόρριψη της γραμμικής προοπτικής φανερώνουν τους προβληματισμούς του στην φόρμα και στο χρώμα και καταδεικνύουν την ουσιαστική σχέση του καλλιτέχνη με το φυσικό περιβάλλον. Μια σχέση που ερμηνεύεται από διαφορετικές αισθητικές απόψεις και μάλιστα προσανατολίζεται, όπως ανέδειξε η παρούσα εργασία, στη συμβολιστική διάσταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Οδυσσέα Φωκά.Item Open Access Καλλιτεχνική Έρευνα & Αποανάπτυξη: Η συγκρότηση ενός νέου παραδείγματος συμβίωσης μέσα από τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτικήΠαππά, Αλεξία (Μεταπτυχιακή εργασία, 2024)Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το ρόλο των σύγχρονων καλλιτεχνικών και επιμελητικών πρακτικών στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτισμικού παραδείγματος, το οποίο προκύπτει από την ανάγκη αποανάπτυξης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Μέσα από βιβλιογραφική έρευνα ξεδιπλώνονται οι βασικοί πυλώνες του επιχειρήματός, που είναι πρώτον η οικολογία, και οι εκφάνσεις της μέσα στην καλλιτεχνική πρακτική και την πολιτιστική θεωρία, και δεύτερον η καλλιτεχνική έρευνα, η οποία αναδεικνύεται σήμερα ως η κατεξοχήν πρακτική στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης. Αρχικά διερευνάται το οικολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης ως το επείγον ιστορικό συγκείμενο και αναλύεται το κοινωνικό όραμα της αποανάπτυξης σαν μέθοδος απόρριψης του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος οργάνωσης της σύγχρονης ζωής. Ακολούθως, μέσα από μια ιστορική αναδρομή στην ιστορία της τέχνης, επιχειρείται μια γενεαλογία των καλλιτεχνικών ρευμάτων, τάσεων, κινημάτων, και θεωριών που από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα διαμορφώνουν τη σχέση τέχνης και οικολογίας και φανερώνουν την αντίδραση του καλλιτεχνικού κόσμου σε θέματα οικολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Φτάνοντας στον εικοστό πρώτο αιώνα, η εργασία εστιάζει στη θεσμοθέτηση του γνωστικού αντικειμένου της καλλιτεχνικής έρευνας, και την τάση που ωθεί τους/τις εικαστικούς να δουλέψουν σε αποκεντρωμένα υπαίθρια περιβάλλοντα και να ενσωματώσουν στην πρακτική τους διεργασίες της καθημερινής αγροτικής ζωής και να διαμορφώσουν συλλογικά μοντέλα κοινωνικότητας. Η αρχική πρόθεση διερεύνησης της σχέσης οικολογίας και τέχνης λαμβάνει διαστάσεις κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, ο οποίος συνοψίζεται στο ερώτημα που διατρέχει εξ ολοκλήρου το ανά χείρας κείμενο: πώς μπορούμε να δράσουμε μέσα στο σύγχρονο συστημικό πλαίσιο της τέχνης και της εκπαίδευσης ώστε να απορρίψουμε το ίδιο αυτό σύστημα; Αναλύονται κριτικά οι θεσμικοί τρόποι οργάνωσης και δράσης, από τις διεθνείς οίκο-εκθέσεις έως τα καλλιτεχνικά residencies που δρουν ως οχήματα αποκέντρωσης και ενθαρρύνουν εναλλακτικές πηγές γνώσης και αμοιβαίας μάθησηςItem Open Access Κατοικείν άνευ κτίζειν; Το SUPERSTUDIO, οι κριτικές ουτοπίες και ο επαναπροσδιορισμός του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής (1966-1973)Παπούλια, Χριστίνα Γ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2022)Η εργασία εξετάζει το Superstudio ως κίνημα της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας που γεννήθηκε στην Ιταλία αλλά αφορούσε τον αρχιτέκτονα και το ρόλο του στο παρόν και το μέλλον και την ανάγκη επανανοηματοδότησης της αρχιτεκτονικής ως βασικής συνθήκης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 εν μέσω εξεγέρσεων στη Φλωρεντία, μία ομάδα φοιτητών και αρχιτεκτόνων με το όνομα Superstudio επιχείρησε να προσεγγίσει το ζήτημα της ανάγκης επαναπροσδιορισμού του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής μέσω μιας διανοητικής, εικαστικής και όχι οικοδομικής διαδικασίας. Η αντίδραση στη συντηρητική προσκόλληση του Πανεπιστημίου αλλά και της ίδιας της πόλης της Φλωρεντίας στο Μοντέρνο ως ξεπερασμένου τρόπου προσέγγισης της αρχιτεκτονικής και στη μετατροπή του αρχιτέκτονα σε κατασκευαστή των σχεδίων μεγάλων ιδιωτικών οικοδομικών επιχειρήσεων οδήγησε στην έκθεση Superarchitettura που διοργανώθηκε μαζί με την ομάδα Archizoom στην Πιστόια το 1966. Πρόκειται για το μανιφέστο ενός βραχύβιου αλλά ιδιαιτέρως επιδραστικού ριζοσπαστικού κινήματος στην αρχιτεκτονική που επιδίωξε να στηλιτεύσει τον ακραίο και άκρατο Μοντερνισμό και όχι μόνο: “Superarchitettura, is the architecture of superproduction, of superconsumption, of superinduction to superconsumption, of the supermarket, of superman and super-petrol.” Με επιρροές από τους Καταστασιακούς, τη Φαινομενολογία και τη Σχολή της Φρανκφούρτης οι Ιταλοί αρχιτέκτονες εξετάζουν με ιδιαίτερη οξύτητα, κυνισμό και κριτική στάση το ζήτημα της ουτοπίας αλλά και το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η αρχιτεκτονική. Κατασκευάζουν κριτικές ουτοπίες και αποσύρονται (προσωρινά) από το κτίζειν προκειμένου να επιδοθούν σε ένα εποικοδομητικό σκέπτεσθαι περί του κατοικείν. Αντιλαμβάνονται το σχέδιό τους όχι σαν τρισδιάστατο μοντέλο μιας πραγματικότητας που θα αποκτήσει σάρκα και οστά μέσω της προσαρμογής της κλίμακας, αλλά σαν οπτικοποίηση μιας κριτικής αντιμετώπισης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ως φιλοσοφικής υπόθεσης, ως μέσο προς τη γνώση, ως κριτικό υπάρχειν, ως σκέπτεσθαι περί του κατοικείν άρα και κατοικείν.Item Embargo Ο Paul Swan στην ΑθήναΘεοδωρίδης, Ιωακείμ (Μεταπτυχιακή εργασία, 2025-03-21)Το 1911 ο Αμερικανός ζωγράφος Paul Swan παρουσίασε έργα του σε μια ατομική έκθεση στο δωμάτιο της πανσιόν όπου έμενε, στην οδό Σταδίου απέναντι από την παλαιά Βουλή. Επρόκειτο για έναν πρωτότυπο μάλλον χώρο έκθεσης, που τράβηξε το ενδιαφέρον μου για το ξεκίνημα της παρούσας έρευνας. Ο Swan έρχεται στην Αθήνα λίγες ημέρες οι οποίες θα καταλήξουν να γίνουν τέσσερις μήνες λόγω της απρόσμενης γνωριμίας του με τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο. Μάλιστα, η Ακρόπολη θα τον εμπνεύσει να γίνει χορευτής. Σύντομα ο καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής θα μιλούσε για τον «πιο όμορφο άνδρα στον κόσμο: τον Παύλο Σουάν». Δεκαετίες αργότερα, λησμονημένος από όλους και μεγάλος πια σε ηλικία, ο Paul Swan θα αποτελέσει έναν από τους ήρωες του camp κινηματογράφου του Andy Warhol. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η απόπειρα συγκρότησης μιας ιστορίας για τις ημέρες και τα έργα του Swan στην Αθήνα, μέσα από έρευνα στον Τύπο της εποχής, αλλά και στο αρχείο του καλλιτέχνη.Item Open Access Ο Άγγελος Προκοπίου και η συζήτηση για την αφηρημένη τέχνη : η στήλη της τεχνοκριτικής στην Καθημερινή (1948-1967)Λεβέντη , Νικολέτα Θ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2020)Το αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι ο Άγγελος Προκοπίου (1909-1967) και η συζήτηση για την Αφηρημένη τέχνη στην Ελλάδα της μεταπολεμικής περιόδου. Συγκεκριμένα, αφορά τη στήλη της τεχνοκριτικής στην Καθημερινή καθ’ όλη τη συνεργασία του τεχνοκρίτη με την εφημερίδα (από το 1948 μέχρι και το θάνατο του το 1967). Μέσα από το θέμα αυτό, εξετάζεται η θέση και παράλληλα η συμβολή του Προκοπίου στην προώθηση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα. Η μελέτη πραγματοποιείται χρονολογικά, εξετάζοντας τα άρθρα και παράλληλα την προσωπική και επαγγελματική ζωή του τεχνοκρίτη, με στόχο να πλαισιωθεί και να τεκμηριωθεί καλύτερα το θέμα της εργασίας. Την ίδια στιγμή, πραγματοποιείται μία θεματική ανάλυση των ζητημάτων που πραγματεύεται στα άρθρα του, καθώς επίσης και των επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί υπέρ της Αφηρημένης Τέχνης. Τέλος, γίνεται μία απόπειρα να μελετηθεί η σχέση του τεχνοκρίτη με την πολιτική. Ειδικότερα, το θέμα επικεντρώνεται στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και κατ’ επέκταση στην ψυχροπολεμική ρητορική που υιοθετεί μετά το ταξίδι του στην Αμερική το 1953 και που εντοπίζεται να διαπερνά όλη την τεχνοκριτική του από τότε και στο εξής. Συμπερασματικά, η παρούσα εργασία αποσκοπεί στο να μελετήσει, να αναλύσει και να θέσει νέα ερωτήματα σχετικά με το έργο του Άγγελου Προκοπίου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην καλύτερη δυνατή πλαισίωση του τεχνοκριτικού του έργου και της συνολικής συμβολής του στην αφηρημένη τέχνηItem Open Access Ο έρωτας στις λογοτεχνικές δυστοπίες: Καταστροφή ή ανατροπήΔιβάνη, Βαΐα Σπ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2023)Στην παρούσα µεταπτυχιακή εργασία θα µελετηθούν τρία χαρακτηριστικά παραδείγµατα δυστοπικών κειµένων της παγκόσµιας λογοτεχνίας και θα περιγραφεί το πέρασµα από την πειθαρχία και την επιβαλλόµενη οµοιοµορφία των δυστοπικών κοινωνιών στη συναισθηµατική αφύπνιση και την απόπειρα εξέγερσης. Πρόκειται για τα δυστοπικά λογοτεχνικά έργα Εµείς, Θαυµαστός Καινούργιος Κόσµος και 1984 των Yevgeny Zamyatin, Aldous Huxley και George Orwell, αντίστοιχα. Αφού παρουσιαστούν συνοπτικά οι κεντρικοί ήρωες και η πλοκή των εν λόγω δυστοπιών, θα αναλυθεί ο ρόλος της σεξουαλικότητας και των συναισθηµάτων σε καθένα από αυτά αλλά και συγκριτικά, για να καταλήξουµε στην περιγραφή των διαφορετικών µορφών του έρωτα των πρωταγωνιστών και του τρόπου που αυτός λειτουργεί στην πλοκή ώστε να προκαλέσει ανατροπές. Η συνύπαρξη της απειλής του θανάτου και του έρωτα στις λογοτεχνικές δυστοπίες αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο µελέτης, ικανό να εγείρει ερωτήµατα και να διευρύνει τον διάλογο στις εν λόγω θεµατικές. Ως ερευνητικά εργαλεία προσφέρονται σηµαντικοί στοχαστές του 20ου αιώνα που έθεσαν τις βάσεις στην σύγχρονη σκέψη. Ανάµεσα σε άλλους, θα µας απασχολήσουν κυρίως ο Michel Foucault, ο Sigmund Freud και ο Herbert Marcuse, µε έργα σταθµούς για τη σκέψη της ανθρωπότητας όπως το Επιτήρηση και Τιµωρία, το Πέρα από την αρχή της ηδονής ή το Έρως και Πολιτισµός.Item Open Access Ο ζωγραφικός πίνακας Η μάχη των Φαρσάλων του Γ. Ν. Ροϊλού ως τεκμήριο ιστορίαςΚαραδήμας, Ιωάννης, 1979- (Μεταπτυχιακή εργασία, 2019)Αντικείμενο διερεύνησης της παρούσης εργασίας είναι η δυνατότητα των ζωγραφικών πινάκων να χρησιμεύσουν ως μέσα τεκμηρίωσης της Ιστορίας. Η ανάθεσητεκμηριωτικού ρόλου στα έργα τέχνης δεν είναι διόλου συνήθης. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι ουκ ολίγοι. Οι προβληματισμοί, όταν ανατίθεται ρόλος τεκμηριωτικός σε ένα έργο, είναι ακόμη περισσότεροι. Θα αναφερθούμε εκτενώς στους λόγους και τους προβληματισμούς στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας. Παρόλα αυτά, τα έργα τέχνης παραμένουν υλικά αντικείμενα, τα οποία έχουν “γεννηθεί” μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο τόπο και χρόνο, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Συνεπώς, εάν τα απορρίπτουμε ως τεκμήρια, εάν δεν τα αξιοποιούμε για τους σκοπούςτης επιστήμης της Ιστορίας, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι σφάλλουμε. Στην πραγματικότητα δεν είμαστε πάντοτε σε θέση να αξιοποιήσουμε για ιστορικούς σκοπούς τη δυναμική που διαθέτουν οι ζωγραφικοί πίνακες. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε πάντοτε προετοιμασμένοι να αντλήσουμε από τα ζωγραφικά έργα την ιδιαίτερη μαρτυρία που έχουν συγκρατήσει για το χθες. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να έχει προηγηθεί από μέρους της έρευνας μια εξίσου ιδιαίτερη προεργασία, η οποία θα αποσκοπεί στην κατάρτιση των κατάλληλων ερωτημάτων, ούτως ώστε τα έργα να αρχίσουν να εκδιπλώνουν τη μαρτυρία τους για το παρελθόν. Η προαναφερθείσα συλλογιστική, κατηύθυνε τον κεντρικό προβληματισμό της εργασίας σε ερωτήματαόπως, πού βρίσκεται η ιστορία ενός ζωγραφικού πίνακα, ποια είναι τα επίπεδα στα οποία μαρτυρά το ζωγραφικό έργο τις ιστορίες που ενσωματώνει με τον καιρό, πώςμετατρέπεται ένας ζωγραφικός πίνακας σε ιστορικό αφηγητή.Item Open Access Ο κινηματογράφος ως μετά - ζωγραφικό θέαμα: Η επιρροή της εικαστικής αφήγησης στην αφήγηση στον κινηματογράφοΚαραγκιοζίδου, Ειρήνη Φ. (Μεταπτυχιακή εργασία, 2021)Διαχρονικά θεωρείται δεδομένο ότι οι εικόνες του κινηματογράφου - πρέπει να - αποτελούν «εικονογραφική» πλαισίωση της κινηματογραφικής αφήγησης. Ωστόσο έχει τεθεί πολλές φορές μέχρι τώρα η αμφισβήτηση αυτής της θέσης στα πλαίσια της υποβίβασης της σημασίας της κινηματογραφικής εικόνας έναντι του αφηγηματικού της λόγου. Η υπεροχή αυτή της αφήγησης- λόγου έναντι της αφήγησης- εικόνας, οδηγεί την παρούσα μελέτη να αναζητήσει στο πρωτο-κινηματογραφικό θέαμα, τη ζωγραφική, την έννοια της αφήγησης. Μέσα από τη διαδικασία της έρευνας επιβεβαιώνεται το γεγονός πως κόντρα στην κλασική αριστοτελική αφήγηση, πολλές φορές αναδεικνύονται αφηγήσεις που απορρίπτουν την αφηγηματική δομή που απορρέει από τη λογοτεχνία. Έτσι κινηματογραφιστές επιλέγουν στοιχεία από τη ζωγραφική, όπως ο εικαστικός και σκηνοθέτης Peter Greenaway, «που δείχνουν αποφασισμένα να μην υποστούν καμιά αλλαγή και αρνούνται να μετατρέψουν τη μορφή τους»1 και τα μεταφέρουν στον κινηματογράφο απελευθερώνοντας μία νέα αφηγηματική διάσταση. Αυτά τα ίδια δηλαδή στοιχεία, δεν χρήζουν εξωτερικής αφήγησης, αλλά δημιουργούν τη δική τους. Δεν είναι λίγες συνεπώς οι φορές που η ζωγραφική ως αφηγηματικός πρόδρομος, επηρεάζει την κινηματογραφική αφήγηση η οποία αναπτύχθηκε πολύ αργότερα χρονικά. Όταν αναφερόμαστε στην επιρροή, δεν αναφερόμαστε στην μεταφορά ενός ζωγραφικού πίνακα σε live action2 εικόνα, αλλά στην συνέχεια αυτού στην κινηματογραφική οθόνη με άλλα μέσα. Εστιάζουμε στις οπτικές ποιότητες και στις αφηγηματικές τεχνοτροπίες που μπορεί να έχει ένα ζωγραφικό έργο και να επαναερμηνευτούν σε μια ταινία με εντελώς διαφορετικό τρόπο, αλλά διατηρώντας την ίδια ουσία. Οι καλλιτέχνες (εικαστικοί και κινηματογραφιστές) που θα εξετάσουμε συνεπώς απορρίπτουν την κλασική αφηγηματική δομή και εμπνέονται και ενσωματώνουν την εικαστική τέχνη στην κινηματογραφική τους απεικόνιση. Αυτό φυσικά δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει ως κίνηση στο λεγόμενο πειραματικό κινηματογράφο. Σε αυτή τη διερεύνηση μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα εκατέρωθεν χαρακτηριστικά του κάθε μέσου και πως αυτά αποτυπώνονται ή όχι στην κάθε αφήγηση που αναλύεται, όπως η χρονικότητα, το σασπένς, η δραματική κλιμάκωση στη ζωγραφική ή ο κινηματογραφικός χώρος σε σχέση με το ζωγραφικό. Ποια είναι αυτά τα πλαστικά στοιχεία που μετατοπίζουν τη θεματική ολότητα του αυθεντικού πίνακα και τον υποβάλλουν σε μια επαν-ερμηνεία μέσω των κινηματογραφικών τεχνικών. στην παρούσα μελέτη θα αναλυθούν τρία παραδείγματα στα οποία υπάγονται οι κινηματογραφιστές – καλλιτέχνες Hans Richter, Luciano Emmer, Henri Storck, Peter Greenaway και Makoto Nagahisa. Έτσι μέσα από όλο το φάσμα αναδημιουργίας της αφήγησης από τη ζωγραφική έως τον κινηματογράφο, από τη μεταφορά της αφήγησης του ίδιου μύθου έως την καθ’ εαυτού αξιοποίηση των αφηγηματικών δυνατοτήτων του μέσου, από την κινούμενη κάμερα και τις γρήγορα εναλλασσόμενες εικόνες του Storck που υποδηλώνουν την προτίμηση του Rubens για σπειροειδείς κινήσεις, στην ειρωνική χρήση του πλέγματος και της ταξινόμησης από τον Peter Greenaway που καταγγέλλει με αυτόν τον τρόπο την πλανερή πίστη πως αυτός ο κόσμος και οι αναπαραστάσεις του είναι συνεχείς, εξερευνούμε την επίδραση που έχει η ζωγραφική αφήγηση στην κινηματογραφική