Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης (Δ. Δ.)
Permanent URI for this collection
Browse by
Browsing Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης (Δ. Δ.) by Advisor "Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Ε."
Results 1 - 4 of 4
Results Per Page
Sort Options
Item Restricted access Εικαστικός λόγος και ιστορική αφήγηση - η συμβολή των εικαστικών πηγών στη διδασκαλία του μαθήματος της ΙστορίαςΠαπανικολάου, Αθηνά (Διδακτορική διατριβή, 2019)Η διδακτική του μαθήματος της ιστορίας, ακολουθώντας το παράδειγμα των τελευταίων δεκαετιών, όπου γίνονται βήματα προσέγγισης της ιστορικής επιστήμης με την ιστορία της τέχνης, ενσωματώνει επίσης τις τέχνες τόσο ως αντικείμενο όσο και ως μέθοδο διδασκαλίας. Η συγκεκριμένη εργασία εξετάζει τη συμβολή των εικαστικών πηγών στην ανανέωση των διδακτικών μεθόδων του μαθήματος της ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την αξιοποίηση των πληροφοριών που προκύπτουν από την εξέταση των εικαστικών έργων ως ιστορικών μαρτυριών. Μέσα από την αλληλεπίδραση εικόνας και λόγου επιχειρείται η αισθητοποίηση της ιστορικής αφήγησης και η εικαστική πρόσληψη και αναδιήγηση του παρελθόντος. Η αφήγηση της ιστορίας μέσα από την εικαστική αποτύπωσή της κινητοποιεί τους οπτικά προσανατολισμένους εφήβους, παραχωρώντας τους ενεργητικό ρόλο στην οικοδόμηση και οικείωση της γνώσης. Βασισμένη στην οπτική και χωροαισθητική νοημοσύνη, ενδυναμώνει την προσέγγιση της γνώσης με τη μεσολάβηση της παρατήρησης, της εμπειρίας, της ενσυναίσθησης και της φαντασίας. Παράλληλα με την ενεργοποίηση των αισθήσεων, καλλιεργεί τον οπτικό γραμματισμό, ευνοεί την επικοινωνία, αφήνει χώρο στο παιχνίδι, αναγνωρίζει το δικαίωμα του λάθους, ενισχύει την αυτενέργεια και την αυτοδιόρθωση και συμβάλλει στην κριτική πρόσληψη της νέας γνώσης και στη δημιουργική μάθηση. Τα εικαστικά έργα αντιμετωπίζονται ως πρωτογενής πηγή της ιστορίας, ως μάρτυρες υλικού πολιτισμού, ως φορείς ιδεολογιών, στάσεων και αντιλήψεων, αλλά και ως απόπειρα επαναδιαπραγμάτευσης και ερμηνείας του παρελθόντος. Η ενσωμάτωσή τους στη διδακτική διαδικασία, ως εισαγωγή ή αφόρμηση, ως κύριος άξονας της διδασκαλίας ή ενταγμένα σε παιχνίδι ρόλων, σε κριτήρια αξιολόγησης και σε μεταγνωστικές στρατηγικές μπορεί να ενδυναμώσει το διδακτικό παράδειγμα, βελτιώνοντας το παιδαγωγικό κλίμα και τα μαθησιακά αποτελέσματα. Για τη διερεύνηση των παραπάνω θέσεων και τη σύνδεσή τους με τη σχολική πραγματικότητα, πραγματοποιήθηκε ποιοτική έρευνα με στόχο την καταγραφή των αντιδράσεων των μαθητών όσον αφορά την πρόσληψη της ιστορίας μέσα από εικαστικές πηγές και την αποτύπωση της στάσης των εκπαιδευτικών απέναντι σε μια τέτοια διδασκαλία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η ενσωμάτωση και η δημιουργική αξιοποίηση των εικαστικών έργων στη διδασκαλία της ιστορίας συνιστά μια πρωτότυπη, ευχάριστη και ενδιαφέρουσα εμπειρία για τους μαθητές, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνεται η κατανόηση και η οπτικοποίηση της διδασκαλίας. Η πρόκληση συναισθημάτων, η σύνδεση της ιστορίας με την τέχνη, η κινητοποίηση του ενδιαφέροντος των μαθητών και η επίτευξη θετικού κλίματος στην τάξη θεωρήθηκαν από τους εκπαιδευτικούς ως τα πιο σημαντικά οφέλη από τη χρήση εικαστικού υλικού στη διδακτική της ιστορίας.Item Open Access Η σχέση λόγου και έργου τέχνης στην Ελλάδα από το 1970 έως σήμεραΧαρίτου, Ευρύκλεια - Μυρτώ Χ. (Διδακτορική διατριβή, 2021)Αντικείμενο μελέτης της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η σχέση μεταξύ Λόγουκαι τέχνης μέσα από το παράδειγμα τεσσάρων Ελλήνων καλλιτεχνών: του Κωνσταντίνου Ξενάκη, της Ναυσικάς Πάστρα, του Παντελή Ξαγοράρη και της Μπίας Ντάβου, εκπροσώπων των νέων καλλιτεχνικών τάσεων στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1970. Αφού προσδιοριστούν οι σημασιολογικές και φιλοσοφικές καταβολές του όρου Λόγος, εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο διαφορετικές εκφάνσεις του εντάσσονται στο έργο των υπό μελέτη καλλιτεχνών. Μέσα από μια χρονολογική παρακολούθηση της εικαστικής τους διαδρομής, η οποία ξεκινά από αφηρημένες εξπρεσιονιστικές εκφράσεις, αναλύεται η σταδιακή μετατόπισή τους προς έργα με σαφή γλωσσοκεντρικό-σημασιολογικό και μαθηματικό-τεχνολογικό προσανατολισμό, με πεδίο αναφοράς τις συνθήκες παραγωγής και πρόσληψης των εικαστικών τεχνών στην Ελλάδα τη δεδομένη χρονική περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται το κατά πόσο εκπληρώθηκαν στην ιδιάζουσα ελληνική συνθήκη τα αιτήματα της εννοιολογικής τέχνης, η οποία δίνει προβάδισμα στις έννοιες της διαδικασίας, του συστήματος και της επικοινωνίας με άμεση απεύθυνση στο θεατή, που με τη σειρά της προτείνει την αλλαγή του ρόλου του τελευταίου. Η επιλογή διαφορετικών μεθοδολογικών εργαλείων ανά κεφάλαιο –εργαλείων που αντλούν τόσο από τις κειμενικές σπουδές, π.χ. κάποιους τομείς της γλωσσολογίας, όσο και από τις θετικές επιστήμες των μαθηματικών και της φυσικής– υπαγορεύεται από το πλαίσιο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού έργου κάθε δημιουργού. Επιδιώκεται έτσι να καταστεί σαφής η παρουσία του Λόγου, είτε ως μέσου έκφρασης και ειδοποιού στοιχείου εντός του έργου τέχνης είτε ως παραγωγής κριτικών κειμένων συνοδευτικών και επεξηγηματικών της εικαστικής πράξης. Αναλυτικά μελετάται ο Λόγος ως γλώσσα, κατά προέκταση του ρεύματος της εννοιολογικής τέχνης της δεκαετίας του 1970 ή ως μύθος, ο οποίος στη μεθοδολογική του λειτουργία δημιουργεί μια σειρά συστημάτων και κωδίκων για την κατανόηση κυρίαρχων μοτίβων και την αντανάκλαση διαφορετικών κοινωνικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, ο Λόγος γίνεται αντιληπτός ως συλλογιστικό επιχείρημα και άμεσο επακόλουθο μιας επαγωγικής, ορθολογικής διαδικασίας με ερείσματα στη αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ενώ παράλληλα παίρνει τη μορφή μιας μαθηματικής μεταγλώσσας και ενός μαθηματικού κώδικα. Αυτή συνδέεται με την τεχνολογία και την κυβερνητική, έναν επιστημονικό κλάδο που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών την ίδια περίοδο. Συνοψίζοντας, η μελέτη κάνει έναν συσχετισμό του έργου των τεσσάρων καλλιτεχνών και του έργου άλλων εκπροσώπων της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής, οι οποίοι εξέφρασαν κοινούς προβληματισμούς, προσπαθώντας να αμφισβητήσουν τους υπάρχοντες καλλιτεχνικούς θεσμούς. Επισημαίνονται, τέλος, οι τρόποι με τους οποίους η νέα τέχνη αναδιαπραγματεύεται την πρόσληψή της από το κοινό, αφενός ασκώντας κριτική στην καλλιτεχνική παρακαταθήκη του παρελθόντος και αφετέρου δημιουργώντας τους δικούς της μύθους.Item Embargo Καλλιτεχνικές πρακτικές στον δημόσιο χώρο της Αθήνας: Η περίπτωση του μη αδειοδοτημένου γράφιτι (1985-2020)Παπανικολάου, Μαρία (Διδακτορική διατριβή, 2022)Στις 6 Μαΐου 2017 και ενώ επέστρεφα αργά το βράδυ από δείπνο στο Χάρλεμ προς το κέντρο του Μανχάταν παρατήρησα πως η διπλανή μου στο μετρό προσπάθησε να μοιραστεί τη δυσαρέσκειά της για την πολύβουη αμαξοστοιχία. Χαμογέλασα και έγνεψα συγκαταβατικά καθώς εξαιτίας του θορύβου μετά βίας διέκρινα τις λέξεις «θόρυβος» και «ανυπόφορος». «Αυτά τα τρένα είναι πολύ παλιά», συνέχισε η συνεπιβάτης. «Τα θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί και είναι ακόμη τα ίδια. Τότε, τη δεκαετία του ’70 ήταν γεμάτα γκραφίτι. Μπορεί να τα καθάρισαν, αλλά είναι ακριβώς τα ίδια». Μόλις την ενημέρωσα ότι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι στην Αμερική είναι το γκραφίτι ξεκίνησε μια εύθυμη συζήτηση, στην οποία άρχισαν να συμμετέχουν και άλλοι συνεπιβάτες οι οποίοι προσέθεσαν τις μνήμες τους και τις εμπειρίες τους με χιούμορ, νοσταλγία και μια ζωηρή διάθεση να παρέχουν πληροφορίες βοηθητικές για το ερευνητικό μου εγχείρημα. Υπέθεσα ότι η συζήτηση αυτή θα ήταν ιδιαίτερα έντονη 50 χρόνια πριν, όταν τα τρένα έφεραν ακόμη την ιδιαίτερη αυτή «πατίνα», η οποία για κάποιους επιβάτες παραμόρφωνε το τοπίο και «κούραζε» την καθημερινότητά τους, και για άλλους ζωντάνευε την Νέα Υόρκη και εξωράιζε τις ταλαιπωρημένες γειτονιές μέσα από τις οποίες διέρχονταν τα πολύχρωμα τρένα. Η εμπειρία μου εξάλλου στην ελληνική μητρόπολη τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει ότι στην Αθήνα του σήμερα - η οποία μοιάζει αρκετά με την Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’70 ως προς την πυκνότητα των γκραφίτι - οι συζητήσεις, τα σχόλια και οι παρατηρήσεις σχετικά με το γκραφίτι καταλήγουν συχνά σε ηχηρές λογομαχίες. Όταν περπατώ στην Αθήνα και φωτογραφίζω τα γκραφίτι, κάποιοι περαστικοί, ή επιβάτες στο μετρό αλλά και ιδιοκτήτες των τοίχων που κοιτώ, με ρωτούν τον λόγο για τον οποίο τα φωτογραφίζω. Ξεκινούν έτσι συζητήσεις οι οποίες πέρα από το γεγονός ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έχουν εμπλουτίσει την παρούσα έρευνα με στοιχεία τα οποία δεν θα μπορούσαν να είχαν προκύψει από άλλη πηγή. Η άποψη των ανθρώπων αυτών είναι εξάλλου πολύ σημαντική αν σκεφτεί κανείς ότι είναι οι τελικοί αποδέκτες της μορφής αυτής έκφρασης στον δημόσιο χώρο. Για τον λόγο αυτό θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω στην παρούσα όλους όσοι συνέβαλαν στις ανεπίσημες αυτές συζητήσεις που τόσο πολύ ενίσχυσαν την έρευνα τούτη. Πέρα από τους περαστικούς και τους κατοίκους της Αθήνας και της Νέας Υόρκης, όπου μελέτησα το μη-αδειοδοτημένο γκραφίτι, η έρευνα αυτή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς τις μακροσκελείς συζητήσεις με όλους τους δημιουργούς γκραφίτι και την εμπιστοσύνη τους. Όπως υποσχέθηκα, τα ονόματα (όσων μου το ζήτησαν) δεν θα αναφερθούν, αλλά παρόλα αυτά οφείλω να επισημάνω ότι η έρευνα δεν θα είχε ολοκληρωθεί δίχως τη πολύτιμη συμβολή τους.Item Open Access Τα κόμικς ως παλίμψηστα : μίμηση επέμβαση, παραλλαγή και παρωδία στην ένατη τέχνηΚουκουλάς, Ιωάννης Κ. (Διδακτορική διατριβή, 2019)Τα κόμικς, ως μαζικά παραγόμενο πολιτιστικό προϊόν με πλατιά απεύθυνση στο κοινό από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα μέχρι σήμερα, παρά τη σφοδρή πολεμική εναντίον τους από μία μερίδα συντηρητικών παιδαγωγών, κριτικών, δημοσιογράφων, διατήρησαν στενές σχέσεις με τις εικαστικές, οπτικές και αφηγηματικές τέχνες. Η παρούσα εργασία εξετάζει τους τρόπους χρήσης γνωστών και αναγνωρίσιμων εικόνων και κειμένων της Ιστορίας της Τέχνης από τους δημιουργούς κόμικς στο πλαίσιο της άτυπης εγκαθίδρυσης διακειμενικών και διαεικονικών εκλεκτικών συγγενειών ανάμεσα στα έργα τέχνης. Μέσω ποικίλων τροποποιητικών παρεμβάσεων και ιδιοποιητικών πρακτικών, τα κόμικς μπορούν να θεωρηθούν ως μεταφορικά παλίμψηστα που επιτρέπουν νέες αναγνώσεις των παλαιών έργων σε νέα συγκείμενα και υπό νέες οπτικές, είτε η πρόθεση των δημιουργών τους είναι η απότιση φόρου τιμής είτε η παρωδία με τις πολλαπλές εκφάνσεις της. Για την κριτική και ερμηνεία αυτών των προθέσεων εξετάζονται θέσεις και θεωρίες στοχαστών όπως ο Fredric Jameson και ο Jean Baudrillard που διάκεινται αρνητικά στο μεταμοντέρνο παστίς και τη μεταμυθοπλαστική παρωδία και άλλων όπως η Linda Hutcheon, η Margaret Rose και ο Giorgio Agamben που αντιμετωπίζουν τη διακειμενική και διαεικονική παρωδία με θετικό τρόπο εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στην αναπλαισίωση και στα νέα νοήματα. Για την κατανόηση της πρακτικής των σύγχρονων καλλιτεχνών κόμικς, την ανίχνευση της καταγωγικής αλυσίδας των έργων και την συνθετότητα των αναπτυσσόμενων σχέσεων μεταξύ τους αξιοποιούνται θεωρίες όπως αυτή του Gérard Genette περί παλίμψηστων και επιχειρείται μία περιοδολόγηση αναφορικά με την αλλαγή στάσης των δημιουργών κόμικς απέναντι στα εικαστικά και λογοτεχνικά έργα με βάση την εκάστοτε περί τέχνης περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Προς τούτο εξετάζονται ως μελέτες περίπτωσης, κόμικς από τις αρχές του εικοστού αιώνα (Krazy Kat του George Herriman, Gasoline Alley του Frank King, Little Nemo in Slumberland του Winsor McCay) μέχρι το έργο του Harvey Kurtzman, τα underground κόμικς και σύγχρονα κόμικς όπως τα Art Ops, Army @ Love, Deadpool Killustrated, ο Mικρός Lovecraft, το έργο του Αρκά, του Henrik Lange, του Guido Crepax κ.ά., επιθετικών γελοιογραφιών από την εποχή του The Armory Show μέχρι τις σύγχρονες πολιτικές γελοιογραφίες και ταινιών animation όπως το Toy Story, η σειρά The Simpsons κ.ά., σε σχέση με τον τρόπο που ιδιοποιούνται εμβληματικά έργα όπως η Ολυμπία και το Πρόγευμα στη Χλόη του Μανέ, η Γκερνίκα και Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο, η Μόνα Λίζα και ο Βιτρουβιανός Άνθρωπος του Ντα Βίντσι, η Πιετά και η Δημιουργία του Αδάμ του Μικελάντζελο, η Κραυγή του Μουνκ, η αρχαία κωμωδία και τραγωδία, ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, ο Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ, η Μεταμόρφωσητου Κάφκα, η αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία, το έργο του Σαίξπηρ, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, κ.ά.